- σαμοθράκειος
- -α, -ο / Σαμοθρᾴκιος, -α, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. Σαμοθρηΐκιος, -η, -ον, Α [Σαμοθράκη]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νήσο Σαμοθράκη ή στον κάτοικο τής Σαμοθράκης, σαμοθρακιώτικοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ Σαμοθρᾴκιον ναός τών θεών στην Σαμοθράκη.
Dictionary of Greek. 2013.